- τονωτικός
- -ή, -ό / τονωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [τονῶ / -ώνω]αυτός που επιφέρει τόνωση, δυναμωτικόςνεοελλ.1. συνεκδ. διεγερτικός, αναζωογονητικός2. (για φάρμακο) αυτός που αυξάνει ή ενισχύει τη δραστηριότητα τών οργάνων3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τονωτικά- (φαρμ.) φαρμακευτικές ουσίες, για τις οποίες πιστεύεται ότι ενισχύουν τις ζωτικές δυνάμεις τού οργανισμού ως σύνολο ή μια συγκεκριμένη λειτουργία του.
Dictionary of Greek. 2013.